- συγκασιγνήτη
- ἡ, Ααδελφή από τους ίδιους γονείς, αυταδέλφη.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + κασιγνήτη / κασίγνητος «ομοπάτριος αδελφή»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συγκασιγνήτη — own sister fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύγκασις — άσεως, ἡ, Α συγκασιγνήτη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κάσις «αδελφός, αδελφή»] … Dictionary of Greek